- Πάρνη
- Πάρνηςmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάρνη — παρά νάω flow pres imperat act 2nd sg (doric) παρά νάω flow imperf ind act 3rd sg (doric) παρά νέω swim pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παρά νέω swim imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) παρά νέω 1 swim pres imperat act 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «πάρνη» (κώδ. «πόρνη») 2. «κάρδοπος» … Dictionary of Greek
Αλκαίου, Μαρία — (1915 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κόρη των ηθοποιών Νίκου Παπαγεωργίου και Σαπφούς Αλκαίου, πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ηλικία πέντε ετών, στον θίασο της Κυβέλης. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ο πρώτος… … Dictionary of Greek
Πετσάλης-Διομήδης, Θανάσης — (Αθήνα 1904 – ;). Λογοτέχνης, ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε μέχρι το 1945 στην Τράπεζα της Ελλάδας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα (1925). Έγραψε τις… … Dictionary of Greek